- ράγκα
- το, Νάκλ. (στη μουσική τής Ινδονησίας και τού Πακιστάν) μελωδική δομή, βάση για αυτοσχεδιασμό που κτίζεται πάνω σε μια δεδομένη διαδοχή φθόγγων, συνήθως 5 ώς 7, και σε χαρακτηριστικά ρυθμικά πρότυπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. rāga «χρώμα, μουσικός τόνος» (πρβλ. ῥέζω)].
Dictionary of Greek. 2013.